συναγωγια

συναγωγια
    συναγωγία
    συν-ᾰγωγία
    ἥ сближение, сведение Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συναγωγια" в других словарях:

  • συναγωγία — ἡ, Α (πιθ. τ.) αντί προαγωγεία («μαστροπείαν καὶ συναγωγίαν καὶ ἀγωγίαν ὀνομάσας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγή, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • συναγώγια — συναγώγιον picnic neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναγωγίαν — συναγωγίᾱν , συναγωγία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»